- αἰφνιδίους
- ἀφνίδιοςmasc acc plαἰφνίδιοςunforeseenmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
незапьныи — (4*) пр. Неожиданный, внезапный: симъ м(л)аденцемъ въ нже д҃нь или см҃рть належить незапна˫а. или в кыи ча(с) кр(с)тити (τομή) КН 1280, 510г; i ре(ч) тако ли безъ болѣзни пребы(с). толико лѣ(т) никоѥ˫а же пакости приѥмлюще. ѿ незапнаго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παράλογος — η, ο, ΝΑ αυτός που λέγεται ή γίνεται αντίθετα με τον ορθό λόγο, έξω από τους κανόνες τής λογικής, άλογος («παράλογες αξιώσεις») 2. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει όταν και όπως δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, ανέλπιστος («τὰς αἰφνιδίους καὶ … Dictionary of Greek